Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

ΤΟ ΣΕΛΑΣ...


Τὸ Σέλας εἶναι ἡ ἀπόλυτη μαγεία μέσῳ τῆς ὁποίας δημιουργήθηκε ἡ Σέλδα. Οἱ ἀλεξίμαγοι κατέφεραν νὰ διασπάσουν τὶς πηγές του, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἐκμεταλλευτεῖ γιὰ δόλιους σκοπούς. Κάθε ἀλεξίμαγος ἔλαβε ἀπὸ ἕνα ἀντικείμενο ποὺ εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς τμήματος τοῦ Σέλαος. Ἡ Λάρναξ τῆς Γνώσης εἶναι ἕνα ἀπὸ αὐτά...

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ

ΥΨΙΠΥΛΕΙΑ (=ἡ πόλη ὅπου μένουν οἱ πρωταγωνιστές) < ΥΨΙΠΥΛΗ, ἡ ἀρχαία βασίλισσα τῆς Λήμνου, ποὺ ἀνακυρήχθηκε, ἀφοῦ οἱ Λημνίες σκότωσαν ὅλους τοὺς ἄνδρες τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἴδια, κόρη τοῦ βασιλιᾶ Θόαντα, ἔγινε βασίλισσα, ὅμως, τὸν πατέρα της τὸν διέσωσε κρυφά κι ὅταν μαθεύτηκε μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὴν ἐξόρισαν. Ἔφθασε νὰ γίνει δούλη στὸ παλάτι τῆς Νεμέας, ὥσπου τὴν διέσωσαν οἱ διδυμοι γυιοί της, ποὺ ἔκανε μὲ τὸν Ἰάσονα, ὅταν οἱ Ἀργοναῦτες πέρασαν καὶ ἔμειναν στὴν Λῆμνο κατὰ τὸ ταξίδι τους στὴν Κολχίδα. Ἡ ἱστορία της ἐνέπνευσε τὸν Εὐριπίδη νὰ γράψει μία τραγωδία γιὰ αὐτή.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ

Ἐτυμολογία «ΦΑΕΘΩΝ» < φαέθων μτχ.


 Τοῦ φαέθω=λάμπω, φωτίζω, στίλβω. 


Ὑπῆρχε ἡ φράση: «πάννυχα καὶ φαέθοντα» 


= νύχτα-μέρα, νυχθημερόν. [«Φάος» ὁ  


ἀσυναίρετος τύπος τῆς λέξης «φῶς» ἐξ οὗ: 


φαεινός, φαεσφόρος, 


φαείνω>φαίνω>φαίνομαι]

ἀντίστοιχο θηλυκό: φαέθουσα (ἀπὸ τὴν 


μετοχή)/ φαεθοντίς (ποιητικά)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΡΓΟΥ



ΑΛΕΞΙΟΣ < ἀλέξω=προστατεύω, ἐκδιώχνω. (Ἀλέξανδρος, ἀλεξήλιο, ἀλεξικέραυνο κ.ἀ.) ΑΛΕΞΙΟΣ=προστάτης [θηλυκό: α) μεσαιωνικά: Ἀλεξία, β)ἀρχαιοελληνικά: Ἄλεξις=βοήθεια]

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Η σημαία τής Δανάης, χώρας των Ελλήνων τής Σελδάδας. (Ἥλιος Βεργίνας) [απόσπασμα από Κεφάλαιο Η'




Η σημαία τής Δανάης, βασίζεται σε ένα αρχαιότατο ελληνικό σύμβολο, τού γνωστού σήμερα ως Ήλιου τής Βεργίνας (όπως έγινε γνωστό λόγῳ τής χρήσης του από το Μακεδονικό βασίλειο ως εμβλήματος), του οποίου η σημασία διαφαίνεται στην παρακάτω εικόνα. [Δείτε και το απόσπασμα πιο κάτω]


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Η'

«Τι σημαία είναι αυτή;» ρώτησε ο Φαέθων, βλέποντας ένα πολύ γνώριμο σύμβολο πάνω στην σημαία που ανέμιζε σε δύο στύλους εκατέρωθεν τού “Παρθενώνα.” «Ο ήλιος τής Βεργίνας...» παρατήρησε το χρυσό σύμβολο επί τού ωκεάνιου μπλε φόντου τής σημαίας.
«Αυτό το σύμβολο είναι αρχαιότατο, Φαέθων.» αποκρίθηκε ο πατέρας του. «Πολύ πριν το υιοθετήσουν ως σύμβολο του βασιλείου τους οι Μακεδόνες, ήταν ένα πολύ δημοφιλές σύμβολο του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού, καθώς συμβόλιζε την δύναμη των δώδεκα μεγάλων θεών και των τεσσάρων στοιχείων τής φύσης.»
«Δηλαδή;» απόρησε ο Φαέθων.
«Οι μεγαλύτερες ακτίνες όπως παρατηρείς δημιουγούν έναν κεντρικό σταυρό από του οποίου το κέντρο εκτείνονται δώδεκα μικρότερες που συμβολίζουν τους δώδεκα θεούς.» ανέλυσε ο Φοίβος, σταματώντας, για να δείξει στον γυιό του, τι εννοούσε. «Η κάθετη ακτίνα τού σταυρού χωρίζει στην μέση τους άνδρες θεούς από τις γυναίκες· εξ αριστερών οι γυναίκες, εκ δεξιών οι άνδρες. Η οριζόντια διαχωρίζει τούς επουράνιους θεούς από τους χθόνιους. Και συχρόνως κάθε άκρο τής ακτίνας τού σταυρού αντιστοιχεί σε ένα από τα στοιχεία τής φύσης. Και σε κάθε στοιχείο αντιστοιχούν τέσσερεις θεοί εκ των οποίων τέσσερεις ανήκουν σε δύο ταυτοχρόνως, ώστε τέσσερεις επί τέσσερα στοιχεία δεκάξι. Αφαίρεσε τους τέσσερεις, οι οποίοι είναι κοινοί σε κάποια, δώδεκα..»
«Ούτε που το ήξερα.» αποκρίθηκε έκθαμβος ο Φαέθων. «Και γιατί είναι στην σημαία;»
«Είναι η σημαία τής Δανάης.» απάντησε ο πατέρας του. «Μην ξεχνάς ότι είναι οι δώδεκα Σιοί και σχεδόν όλοι κατάγονται από τους πρώτους εκείνους που ήρθαν και δημιούργησαν την Σελδάδα. Θυμίζει σε όλους την ιστορία τής Δανάης. Αυτή είναι, άλλωστε και η έννοια κάθε σημαίας.»
«Ναι, όντως. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί, τι σηματοδοτεί η σημαία.»
«Αυτό το σύμβολο κανείς δεν ξέρει σίγουρα αν δημιουργήθη στην Δανάη ή στην αρχαία Ελλάδα, αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία και των δύο.»

Ἡ πύλη στὴν πόλη Ὑψιπύλεια γιὰ τὴν Σελδάδα


Βρίσκεται στὴν Λῆμνο (Λεύκη) ὑπὸ τὸ ὄνομα "Ντάμπια"

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ κεφαλαίου Β'



«Λοιπόν, τί νέα από εχθές;» ρώτησε ο Φαέθων, καθώς προχωρούσαν με γοργό ρυθμό προς του Γιάννη.
«Τί θα μπορούσε να συμβεί από εχθές το βράδυ ως και σήμερα το πρωί;» ρώτησε ο Αλέξιος.
«Μην το λες· πολλά μπορούν να συμβούν…» σχολίασε ο Φαέθων. «Να σε ρωτήσω κάτι;» Ο Αλέξιος τού έγνεψε καταφατικά. «Είχες ποτέ την αίσθηση ότι κάτι κακό θα αντικρίσεις ή θα σου… συμβεί ή ότι κάτι κακό σε… πλησιάζει;»
«Αυτό αποκαλείται προαίσθημα.» απάντησε, δείχνοντας με τον δείκτη τού χεριού του το στέρνο τού Φαέθοντος. «Έχεις δηλαδή, εκ των προτέρων δείγμα τού αισθήματος, το οποίο πρόκειται να βιώσεις, όταν συμβεί αυτό που φοβάσαι και νιώθεις σίγουρος ότι θα συμβεί.»
«Αλέξιε, πρέπει να βγαίνουμε πιο συχνά έξω.» ακούσθηκε η φωνή τού Γιάννη, ο οποίος βρισκόταν μπροστά τους. «Τί λέτε πάλι; Α, συγγνώμη Φαέθων. Τί λες πάλι;» γύρισε στον Αλέξιο, λέγοντάς του εμμέσως πλην σαφώς ότι τον είχε πιάσει πάλι λογοδιάρροια.
«Απαντούσα στον φίλο μας, για κάτι, που με ρώτησε!» αποκρίθηκε ο Αλέξιος με νεύρο. «Αν και τώρα που το σκέφτομαι δεν με ρώτησες, τι σημαίνει η λέξη, αλλά αν είχα ποτέ τέτοιο αίσθημα, σωστά;» στράφηκε προς τον Φαέθοντα, ο οποίος έγνεψε, με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλάβει ο Αλέξιος ότι είχε ξεφύγει κάπως, από το ερώτημα, που του είχε θέσει. «Και η απάντηση είναι ναι
«Είδες; Είχα δίκιο, όταν έλεγα ότι…»
«Τώρα, προχωράμε! Μετά, διαφωνείτε! Ναι;» διέκοψε τον Γιάννη ο Φαέθων, σπρώχνοντας τους φίλους του προς τα εμπρός.
Μετά από αρκετό περπάτημα -όπως και πειράγματα- οι φίλοι έφθασαν μπροστά στο νεοκλασικό. Έδειχνε τόσο όμορφο το πρωί, στο φως τού ηλίου, αλλά χωρίς να χάνει την γοητεία μυστηρίου, που του προσέδιδε το γεγονός ότι ήταν εγκαταλελειμμένο εδώ και χρόνια ολόκληρα.
«Κάποιος θα έπρεπε να φροντίζει αυτήν την αυλή. Μόνο εγώ λείπω από ‘δω μέσα· όλα τα άλλα τά ‘χει.» είπε ο Γιάννης, καθώς προχωρούσαν στο δρομάκι τής αυλής κοιτάζοντας τα αγριόχορτα να έχουν το ένα τέταρτο τού ύψους του και τα έντομα να πετάγονται σε κάθε τους βήμα.
«Μην ανησυχείς· τώρα ούτε εσύ λείπεις από δω.» σχολίασε ο Αλέξιος, αλλά ο Φαέθων τον σκούντηξε, ενώ έβαζε το χέρι του στο στόμα τού Γιάννη, για να μην απαντήσει κι εκείνος. «Αστει-εύομαι.» είπε ο Αλέξιος κι ο Γιάννης ξίνισε τα μούτρα του.
Όταν άνοιξαν την πόρτα τής παλαιάς αυτής οικίας, το τρίξιμο που ήχησε, καθώς άνοιγε, ήταν όπως και στα θρίλερ τού κινηματογράφου. Μπαίνοντας μέσα, αντίκρισαν στο φως τού ηλίου αυτήν την φορά, τον προθάλαμο τού οίκου, ο οποίος ήταν αρκετά περιποιημένος, όσον αφορά στην διακόσμηση, που αν και ήταν κάτω από στρώματα σκόνης, έδειχνε λαμπερή και πλούσια.
«Πω-πω! Και μετά σου λένε, η περιοχή μας έχει κλέφτες!» είπε ο Γιάννης, κοιτάζοντας τα έπιπλα και τους πίνακες στους τοίχους δεξιά και αριστερά. Ο Αλέξιος και ο Φαέθων τον κοίταξαν, μην καταλαβαίνοντας, τι εννοούσε. «Ε, αν υπήρχαν όντως τόσοι κλέφτες στην περιοχή, δεν νομίζετε ότι θα είχαν αδειάσει το σπίτι από όλα αυτά τα πράματα;»
«Όχι απαραίτητα. Ειδικά όταν όλοι γνωρίζουν για τα στοιχειά τού οίκου.» είπε με μυστηριακό ύφος ο Αλέξιος.
«Ποιά στοιχειά;» ρώτησε ο Γιάννης, αρχίζοντας να τον πιάνει ένας φόβος.
«Τον πιστεύεις; Αφού ξέρεις ότι πάντα σε πειράζει.» είπε ο Φαέθων.
«Όχι, αυτή την φορά δεν τον πειράζω. Απλώς, σας ενημερώνω.» αποκρίθηκε ο Αλέξιος, περιεργαζόμενος τον χώρο.
«Καλημέρα σας, είναι οι ειδήσεις τον ένδεκα. Μαζί σας ο Αλέξιος Διΐδης.» σατίρισε ο Γιάννης τον φίλο του, κάνοντας σαν τους δημοσιογράφους των ειδήσεων, μπροστά στο γραφείο τους.
«Χα! Χα! Χα!» τον ειρωνεύθηκε ο Αλέξιος δείχνοντας θιγμένος, αλλά γελώντας από μέσα του. «Αυτό που θα σας πω μου το είχε πει η γιαγιά μου.» συνέχισε, παίρνοντας σοβαρό ύφος, καθώς οι τρεις τους άρχισαν να ανεβαίνουν την σκάλα για τον επάνω όροφο. «Μου είχε πει ότι μια φορά κλέφτες μπήκαν εδώ, για να κλέψουν.»
«Έλα! Κι εγώ που έλεγα ότι οι καημένοι θέλησαν να ξαποστάσουν.» ειρωνεύτηκε ο Γιάννης και ο Φαέθων του έκανε σήμα να σωπάσει, γιατί το είχε παρακάνει.
«Κι αν ήθελαν όντως να ξαποστάσουν;» γύρισε και είπε ο Αλέξιος, αλλά ο Γιάννης δεν απάντησε. «Τέλος πάντων, όταν μπήκαν, και αφού μάζευσαν ό,τι θεώρησαν μεγάλης αξίας, εμφανίσθη έμπροσθέν τους μια περίεργη μορφή, που τους ρώτησε, τι ήθελαν σπίτι του. Ήταν ένα πλάσμα με…»
«Σταμάτα!» φώναξε ο Γιάννης. «Δεν φτάνει που με έχετε κουβαλήσει μέσα σε ένα προπολεμικό κτήριο, όπου τα πάντα είναι είτε σκονισμένα είτε καλυμμένα με σεντόνια και γεμάτα από ιστούς αράχνης, με πορτρέτα ανθρώπων που σε κοιτούν κατάματα, μου λες και τρομακτικές ιστορίες από πάνω!»
Ξάφνου, ακούσθηκε ένας δυνατός κρότος ακριβώς δίπλα τους.
«ΑΑΑ!» κραύγασε ο Γιάννης καθώς αναπήδησε από την θέση του.
«Το παράθυρο ήταν!» ξέσπασε σε γέλια ο Αλέξιος.
«Ανάθεμά το!» είπε, παίρνοντας βαθειές ανάσες. «Τα ήπατα μού ῾κοψε.»
«Τέλος πάντων, προχωράμε τώρα!» είπε ο Φαέθων, κάνοντας νόημα στους δύο φίλους του, να συνεχίσουν να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια. «Και δεν ξαναλέμε τρομακτικές ιστορίες, για την ώρα…»
«Αλήθεια, γιατί ανεβαίνουμε πάνω;» απόρησε ο Γιάννης.
«Για να ψάξουμε για χρήσιμα αντικείμενα, τα οποία θα χρησιμοποιούμε κατά τις παραμονές μας σε αυτόν τον οίκο. Σκέφθηκα να κάναμε τού-την την οικία το κρυσφύγετό μας ή καλύτερα το στέκι μας.»
«Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή!» ψιθύρισε ο Γιάννης στον Φαέθοντα.
«Σε άκ-» σταμάτησε ο Αλέξιος, αντικρίζοντας έναν ανάστατο χώρο μπροστά του, μόλις ανέβηκε τα σκαλιά.
«Τί έγινε εδώ μέσα;» μουρμούρισε ο Γιάννης, προχωρώντας πιο μέσα.
«“Μάχη” θα ήταν η σωστότερη απάντηση.» αποκρίθηκε ο Φαέθων και στον νου του ήρθαν εικόνες από την μάχη στο όνειρό του.
«Νομίζω ότι ξέρω, τι έγινε.» είπε με ο Αλέξιος
«Αλήθεια;» παραξενεύτηκε ο Φαέθων.
«Βλέπετε τον φεγγίτη;» έδειξε τον σπασμένο φεγγίτη στην οροφή. «Είναι σπασμένος· εψές είχε αρκετά δυνατό άνεμο και όπως καταλάβαμε και προηγουμένως το παράθυρο κοντά στην σκάλα είναι ανοικτό. Άρα υπήρξε ρεύμα αέρα, που πιθανόν να το προκάλεσε αυτό.» απεφάνθη ο Αλέξιος και προχώρησε ανάμεσα στα σπασμένα.
Ο Γιάννης ανασήκωσε τους ώμους του και έγνεψε το κεφάλι, αλλά ο Φαέθων δεν φάνηκε πε-πεισμένος. Ήταν πολύ περίεργο το να έχει γίνει κάτι τέτοιο· ο Αλέξιος σίγουρα θα το ήξερε αυτό και αυτό ήταν κάτι που το έκανε ακόμα πιο περί-εργο. Επί πλέον, δεν παραήταν μεγάλη αυτή η σύμπτωση σε σχέση με το όνειρό του;